Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο πυροβόλο

  • 1 πυροβόλο

    [пироволо] ουσ. о. огнестрельное оружие, пушка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πυροβόλο

  • 2 орудие

    ору́д||ие
    с
    1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:
    сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·
    2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:
    \орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·
    3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:
    полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > орудие

  • 3 орудие

    ουδ.
    1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•

    -я труда εργαλεία δουλειάς•

    земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•

    -я производства τα μέσα παραγωγής.

    2. μτφ. όργανο•

    слепое орудие τυφλό όργανο.

    3. πυροβόλο, κανόνι•

    самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•

    дально-ббиное орудие τηλεβόλο•

    полевое орудие πεδινό πυροβόλο•

    осадное орудие τοπομαχικό•

    зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•

    противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•

    пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.

    Большой русско-греческий словарь > орудие

  • 4 огнестрельный

    επ.
    1. πύρο βόλος•

    -ое оружие πυροβόλο όπλο.

    2. από πυροβόλο όπλο•

    -ая рана τραύμα από πυροβόλο όπλο.

    Большой русско-греческий словарь > огнестрельный

  • 5 орудие

    орудие с 1) το εργαλείο·\орудиея производства τα εργαλεία παραγωγής 2) воен. τ ο πυροβόλο, το κανόνι
    * * *
    с
    1) το εργαλείο

    ору́дия произво́дства — τα εργαλεία παραγωγής

    2) воен. το πυροβόλο,το κανόνι

    Русско-греческий словарь > орудие

  • 6 застрелить

    -елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застреленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    φονεύω, σκοτώνω με πυροβόλο όπλο, ντουφεκίζω.
    αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.

    Большой русско-греческий словарь > застрелить

  • 7 пушка

    -и, γεν. πλθ. -шек θ. πυροβόλο, κανόνι•

    дальнебоиная пушка το τηλεβόλο•

    противотанковая пушка αντιαρματικό πυροβόλο.

    εκφρ.
    взять на -у – παίρνω τζάμπα, απλέρωτα ή με απάτη•
    как из -и – ακριβώς, στην ώρα, στο λεπτό, ταυτόχρονα, σύγκαιρα: -ой (из -и) не прошибшь (не пробьшь) α) αδιαπέραστο πλήθος λαού. β) δεν του γυρίζεις το κεφάλι, έχει αγύριγο κεφάλι•
    из -и по воробьям – διαθέτω κακώς, σπαταλώ τα έσοδα μου.

    Большой русско-греческий словарь > пушка

  • 8 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

  • 9 винтовка

    το (πυροβόλο) όπλο με ραβδωτή κάννη, το τυφέκιο, разг. το τουφέκι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винтовка

  • 10 карабин

    1. (приспособление) η περί-σφιγξη 2. (винтовка с укороченным стволом) η καραμπίνα (πυροβόλο όπλο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карабин

  • 11 ружьё

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ружьё

  • 12 застрелить

    застрелить
    сов σκοτώνω, φονεύω (μέ πυροβόλο ὅπλο).

    Русско-новогреческий словарь > застрелить

  • 13 зенитка

    зенит||ка
    ж разг τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > зенитка

  • 14 наводить

    наводить
    несов κατευθύνω (направлять) I σκοπεύω (нацеливать):
    \наводить на след κατευθύνω στά Ιχνη· \наводить орудие на цель κατευθύνω τό πυροβόλο σέ στόχο· ◊ \наводить лоск, \наводить глянец γιαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω· \наводить красоту́ разг καλλωπίζομαι, βάφομαι· \наводить порядок βάζω τάξη· \наводить скуку προξενώ (или προκαλώ) πλήξη, γίνομαι ἀνιαρός· \наводить страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιον \наводить справку ὁ чем-л. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες γιά κάτι· \наводить критику разг κάνω κριτική· \наводить на мысль ὁδηγώ στή σκέψη· \наводить мост κτίζω γέφυρα.

    Русско-новогреческий словарь > наводить

  • 15 огнестрельный

    огнестрельн||ый
    прил:
    \огнестрельныйое ору́жие τά (πυροβόλα) ὅπλα \огнестрельныйая рана τό τραῦ-μα (или ἡ λαβωματιά) ἀπό πυροβόλο ὀπλο.

    Русско-новогреческий словарь > огнестрельный

  • 16 оружие

    ору́ж||ие
    с τό ὅπλο[ν] / собир. τά ὀπλα:
    огнестрельное \оружие τό πυροβόλο ὅπλο· холодное \оружие τά ἀγχέμαχα ὅπλα· атомное \оружие τό ἀτομικό ὅπλο· водородное \оружие τά ὑδρο-γονικά ὅπλα· химическое \оружие τά χημικά ὅπλα· браться за \оружие παίρνω τά ὀπλα призывать к \оружиеию καλῶ στά ὅπλα· сложить \оружие καταθέτω τά ὅπλα· бряцать \оружиеием κραδαίνω τά ὅπλα, φοβερίζω μέ τά ὅπλα· к \оружиеию! στά δ,πλα!

    Русско-новогреческий словарь > оружие

  • 17 пушка

    пу́ш||ка
    ж τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι, τό τηλεβόλο[ν]:
    дальнобойная \пушка τό τηλεβόλο, τό κανόνι μεγάλου βελη-νεκοῦς' самоходная \пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο· стрелять из \пушкаек κανονιοβολώ, βάζω (ρίχνω) μέ τό κανόνι· ◊ взять на \пушкаку разг πιάνω κάποιον ко ρόιδο, παίρνω κάτι τζάμπα.

    Русско-новогреческий словарь > пушка

  • 18 самоходный

    самоходн||ый
    прил μηχανοκίνητος, αὐτοκίνητος, ἀΰτοκινητήριος:
    \самоходныйая пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο, τό μηχανοκίνητο πυροβόλο, τό μηχανοκίνητο κανόνι· \самоходныйая баржа ἡ αὐτοπροωθούμενη μαούνα.

    Русско-новогреческий словарь > самоходный

  • 19 огнестрельный

    [αγκνιστριέλ'νυϊ] εκ. πυροβόλο (όπλο)

    Русско-греческий новый словарь > огнестрельный

  • 20 пушка

    [πούσκα] ουσ. θ. πυροβόλο, κανόνι

    Русско-греческий новый словарь > пушка

См. также в других словарях:

  • πυροβόλο — Βλητική μηχανή μήκους 22 διαμετρημάτων, κατάλληλη να προσδίδει υψηλές αρχικές ταχύτητες στα βλήματα, τα οποία μπορούν να φτάσουν μεγάλα βεληνεκή με ευθυτενείς τροχιές. Τα π. εναντίον γηίνων και ναυτικών στόχων σκοπεύουν γενικά σε μικρές γωνίες… …   Dictionary of Greek

  • πυροβόλο — το 1. όνομα των όπλων που λειτουργούν με εσωτερική καύση πυρίτιδας. 2. βαρύ, μη φορητό όπλο, αλλ. τηλεβόλο, κανόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»